- ἁρπάγων
- ἅρπαξrobbingmasc/fem gen plἅρπαγοςhookmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρπαγῶν — ἁρπάγη hook fem gen pl ἁρπαγή seizure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρπάγων — Ἅρπαγος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουμερκιάρης — ο 1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος* 2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών… … Dictionary of Greek
λυκοφωλιά — η 1. φωλιά λύκου, λυκότρυπα 2. μτφ. οικογένεια ή ομάδα κακοποιών στοιχείων, ανθρώπων αιμοβόρων και αρπάγων … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek